Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχή
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόχη η [apóxi] Ο30 : μικρό φορητό δίχτυ σε σχήμα σακούλας, που στερεώνεται σε μεταλλικό συνήθ. στεφάνι με μακριά λαβή και που το χρησιμοποιούν για να πιάνουν ψάρια ή έντομα. ΦΡ πιάνω κπ. στην ~, τον συλλαμβάνω την ώρα που κάνει κάποια παρανομία.

[μσν. απόχη η < απόχι το (μεταπλ. σε θηλ. με βάση την ομόηχη κατάλ. και ίσως με επίδρ. του παλαιότ. τ.) < *απόχιον < *υπόχιον υποκορ. του ελνστ. ὑποχή ( [i > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ipo > enapo > en-apo] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχή η [apoxí] Ο29 : η ενέργεια του απέχω 2. 1. η μη συμμετοχή σε κάποια διαδικασία: H αντιπολίτευση αποφάσισε ~ από την ψηφοφορία στη βουλή. Οι φοιτητές κήρυξαν τριήμερη ~ από τα μαθήματα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. H ~ από τις εκλογές ήταν μεγάλη. || άρνηση να εκφέρω γνώμη σε ψηφοφορία: H πρόταση εγκρίθηκε με δέκα ψήφους υπέρ, τρεις κατά και δύο αποχές. 2. παραίτηση από την ικανοποίηση κάποιας επιθυμίας, αποφυγή από κτ.: H ~ από τις σαρκικές ηδονές είναι κανόνας για τους μοναχούς. Ο γιατρός τού σύστησε ~ από τα οινοπνευματώδη.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀποχή, αρχ. σημ.: `απόσταση΄· 1: σημδ. γαλλ. abstention]

[Λεξικό Κριαρά]
απόχη η.
  • Σύνεργο ψαρικής, η απόχη·
    • (εδώ σε σχ. αδύνατον):
      • μια απόχη νερό (Σπανός A 438).

[<παλαιότ. ουσ. υπόχη <μτγν. υποχή η. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αποχή η.
  • 1) Tο να απέχει κανείς από κ., στέρηση:
    • την αποχήν του κρέατος (Kαλλίμ. 2285).
  • 2) Aπομάκρυνση:
    • τώρα χαράς ημέραι, τώρα των θρήνων αποχή (αυτ. 2133).

[μτγν. ουσ. αποχή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόχη [apό] η, (also region. πόχη & πόχα)
  • ① small net fitted around a loop attached to a handle (use for fishing, catching birds etc), landing net, butterfly net (syn απόχι):
    • ~ για ακρίδες, ορτύκια, πεταλούδες |
    • στο γριγρί μαζεύουν τα ψάρια με την ~ |
    • στην κουπαστή είχανε διχαλωτά ξύλα για να βάζουνε το καμάκι και την ~ (Kondylakis) |
    • poem λύσε, Μέλπω, τα μαλλιά σου, | ν' απλωθούνε στην ~, | να πιαστεί στην αγκαλιά σου | την καρδιά σου εκείνος πόχει (Petimezas-L) |
    • | fig με τη λεβεντιά του ψάρευε τους ψήφους ευκολότερ' από την ~ του ρουσφετιού (Palam)
  • ⓐ net sack used by sponge fishers for holding sponges:
    • στοχάζεται το βουτηχτή ν' ανεβοκατεβαίνει στο βυθό και να μην προλαβαίνει ν' αδειάζει στο καΐκι την ~ του (Zappas, adapted) |
    • έρχεται το ψάρι (sc shark), εσύ πρέπει να κρύψεις τα χέρια μέσ' την ~, γιατί το κρέας μυρίζει (Venezis)
  • ② fixed installation of nets for fishing mackerel

[fr MG απόχη/πόχη ← MG (8th c.) υπόχη ← LK υποχή (der of υπέχω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχή [apo] η, (L)
  • ① abstaining or keeping away fr, abstention, avoidance, forbearance (near-syn απομάκρυνση 1b, αποφυγή 1a):
    • ~ από απολαύσεις, γυναίκες, ηδονές, χαρές |
    • ~ από τη ζωή, το ποτό, την κρεοφαγία |
    • ~ από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, κακές πράξεις |
    • η ~ τους από τέτοια πάλη κι η απραξία τους είναι μια διαμαρτυρία (Papantoniou) |
    • η συγγνώμη δεν είναι ~ από εκδίκηση (Bastias) |
    • συστένει την ~ από τους παλιούς τυπικούς κανόνες (Dimaras)
  • ⓐ specif abstinence, continence (near-syn εγκράτεια):
    • σεξουαλική ~ τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας |
    • συγχέουν την αγνότητα με την ~ (Katsigra) |
    • οι παρθένες του Ήλιου ήταν υποχρεωμένες σε αυστηρή ~ (Evelpidis)
  • ② non-participation, abstention (ant συμμετοχή):
    • ~ από τις εκλογές |
    • ~ των δασκάλων από τη σχολική εργασία |
    • ~ των γιατρών από την υπηρεσία τους |
    • η άνοδος του
  • ⓑ act or instance of withholding a vote, abstention:
    • η απόφαση ελήφθη με τριανταπέντε ψήφους υπέρ, δύο κατά και τέσσερις αποχές
  • ③ astr angular distance of planet fr sun, elongation
  • ④ fish. ocean. area of sea where shore rocks end and sandy bottom begins:
    • άλλος καραβοκύρης δεν κόταγε να πέσει στην πλώρη του, γιατί θα τον πέταγε στην ~ (Zappas)

[fr postmed, MG αποχή ← PatrG, K (also pap) ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόχηρα [apό] η,
  • widow (syn χήρα)

[cpd w. χήρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόχηρος1 [apό] ο, (& πόχηρος)
  • widower (syn χήρος):
    • phr χήρος και ~ |
    • prov του πόχηρου ο γάμος δεν αργεί |
    • είχα υπανδρευθεί προ δέκα χρόνων κατά την συνήθειαν του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι ~ (Papadiam) |
    • o N. ενού μηνός ~ με πέντε δάχτυλα θλίψη στο καπέλο (Christomanos)

[substantiv. m of απόχηρος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόχηρος2, -η, -ο [apό]
  • widowed, widowered:
    • poem και στον απόχηρο | μαύρο πατέρα | την ίδια μάνα τους | εσέ να βρουν (Markoras) |
    • κ' η απόχηρη Σουπέργα | παρηγοριέται, ακούοντας | που θα κοιμάσαι αυτού (id.) |
    • δεν ακούς για παρόμοιο θάνατο να κλαίει | στα φτελιά το πιστό κι απόχηρο τρυγόνι (Kalosgouros)

[cpd w. χήρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες