Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχέτευση η [apoxétefsi] Ο33 : 1α.η διαδικασία με την οποία αποχετεύεται κτ.: H ~ των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς. Σύστημα / σωλήνες αποχέτευσης. β. σύστημα για την απομάκρυνση των οικιακών ή βιομηχανικών υγρών λυμάτων ή των νερών της βροχής: H ~ χάλασε / βούλωσε. Οι υδραυλικοί αναλαμβάνουν την επισκευή των αποχετεύσεων. Tο χωριό δεν έχει ~, δίκτυο αποχέτευσης. 2. υπηρεσία που ασχολείται με την εγκατάσταση και τη συντήρηση των δικτύων αποχέτευσης: Εργάζεται στην Aποχέτευση / στον Οργανισμό Aποχέτευσης.
[λόγ. < ελνστ. ἀποχέτευ(σις) `αγωγός για μεταφορά των περιττωμάτων΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποχευτεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχέτευση [apo] η, gen αποχέτευσης & αποχετεύσεως (L)
- ① act or process of draining off or away (liquid) waste matter, sewerage, drainage:
- δίκτυο, όχημα, σύστημα αποχετεύσεως |
- οργανισμός αποχετεύσεως περιοχής πρωτευούσης |
- ~ των νερών της βροχής |
- ~ των δρόμων της πόλης |
- εδώ υπήρχαν αγωγοί για την ~ και τη διοχέτευση του ύδατος σε στέρνες (Varelas)
- ② sewage installation, sewer, drain:
- ενοικιάζεται κατάστημα με θέρμανση και ~ |
- 75% των κατοίκων της πόλης δεν έχουν ηλεκτρισμό ή ~ |
- η ~βούλωσε |
- το παλάτι έχει λαμπρή ~, υδραυλικές εγκαταστάσεις κλ (Panagiotop) |
- στα σπίτια δεν υπήρχε ούτε τρεχούμενο νερό ούτε κανένα είδος ~(Louros)
- ③ system of sewage drains, sewerage (syn δίκτυο αποχετεύσεως, οχετός, υπόνομος):
- η ρύπανση στον κόλπο προέρχεται από τις αποχετεύσεις των πόλεων
[fr kath αποχέτευσις ← PatrG, K]
- ① act or process of draining off or away (liquid) waste matter, sewerage, drainage: