Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφυλάκιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφυλάκιση η [apofilákisi] Ο33 : η ενέργεια του αποφυλακίζω, η απόλυση κρατουμένου από τη φυλακή: Aποφασίστηκε η ~ αυτών που έχουν εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής τους.

[λόγ. αποφυλακι- (αποφυλακίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφυλάκιση [apofilácisi] η, (L)
  • release fr prison (syn απελευθέρωση 1c, ξεφυλάκωμα, ant φυλάκιση):
    • ~ πολιτικών κρατουμένων |
    • ~με εγγύηση release on bail |
    • η αποφυλάκισή του προβλέπεται το Σεπτέμβριο του 1984 |
    • οι μάρτυρες ομολόγησαν ότι είπαν ψέματα, αλλά αυτό δεν κρίθηκε επαρκές για την αποφυλάκισή του (Psathas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποφυλάκισις, der of αποφυλακίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες