Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφρακτικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αποφρακτικός, επίθ.
  • (Προκ. για φάρμακο)
    • α) που αφαιρεί το φραγμό, το εμπόδιο·
      • (εδώ) που διευκολύνει την ούρηση:
        • Έτερον ζουλάπιν αποφρακτικόν (Iατροσ. κώδ. ψξζ´
    • β) που θεραπεύει ή ανακουφίζει (σαν να αποφράζει από κ.):
      • αποφρακτικόν κεφαλής εχούσης υγρά (Iερακοσ. 3869).

[μτγν. επίθ. αποφρακτικός (DGE)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφρακτικός -ή -ό [apofraktikós] Ε1 : α.που προκαλείται από απόφραξη. || (ιατρ.): ~ ίκτερος. Aποφρακτική πνευμονοπάθεια. β. που χρησιμοποιείται για απόφραξη: Aποφρακτική βαλβίδα.

[λόγ. < μσν. αποφρακτικός (στη σημ.: `διουρητικό φάρμακο΄) < αποφρακ- (αποφράσσω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφρακτικός, -ή, -ό [apofraktikós] (L) med
  • causing blockage or obstruction, obstructive:
    • ~ ίκτερος |
    • αποφρακτική σκλήρωση των στεφανιαίων αρτηριών |
    • όσοι έχουν την προδιάθεση να αναπτύξουν αποφρακτική αρτηριοπάθεια πρέπει να ενημερωθούν έγκαιρα

[fr kath αποφρακτικός ← MG, der of *αποφρακτός (: αποφράσσω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες