Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφρακτήρας [apofraktíras] ο, (L)
- ① mechanics valve, stop (syn βαλβίδα):
- ~ μίγματος throttle valve
- ② rubber suction cup used to unclog pipes (sinks etc), plumber's friend, plunger
[fr kath (neol) αποφρακτήρ, der of αποφράσσω]
- ① mechanics valve, stop (syn βαλβίδα):