Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφορτίζω [apofortízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT φορτίζω. 1. (τεχν.) αφαιρώ το ηλεκτρικό φορτίο· εκφορτίζω: Aποφορτίστηκε η μπαταρία. 2. (μτφ.) μειώνω ή εξαλείφω τη συναισθηματική ένταση: H ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε χάρη στη διαλλακτικότητα που έδειξαν και οι δύο πλευρές, εκτονώθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφορτίζω `ρίχνω το φορτίο΄ σημδ. γαλλ. décharger (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφορτίζω [apofortízo] mi αποφορτίζομαι, aor subj αποφορτισθώ (L)
- ① electr reduce the amount of electricity, discharge (ant φορτίζω):
- ~ τους συσσωρευτές
- ② mi αποφορτίζομαι fig unburden o.s., get rid of (near-syn απαλλάσσομαι, ξαλαφρώνω, ξεφορτώνομαι):
- η I. T. πασχίζει ν' αποφορτισθεί από ένα βαρύ συναισθηματικό φορτίο
[fr kath αποφορτίζω ← MG, PatrG ← LK ἀποφορτίζομαι]
- ① electr reduce the amount of electricity, discharge (ant φορτίζω):