Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφοιτώ [apofitó] Ρ10.1α : τελειώνω τη φοίτησή μου σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, συμπληρώνοντας έναν κύκλο σπουδών: Aποφοίτησε από το πανεπιστήμιο / από το λύκειο με άριστα.
[λόγ. < αρχ. ἀποφοιτῶ `παύω να ακολουθώ ένα δάσκαλο, να ακούω μαθήματα΄ κατά τη σημ. της λ. φοιτώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφοιτώ.
-
- Φεύγω προς μια κατεύθυνση:
- (Iερακοσ. 35110).
[αρχ. αποφοιτάω]
- Φεύγω προς μια κατεύθυνση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφοιτώ [apofitό] αποφοιτά, aor αποφοίτησε (& απεφοίτησε; subj αποφοιτήσω) (L)
- finish one's studies, graduate:
- τα ελληνικά σχολεία της Aιγύπτου ανταποκρίνονται στις ανάγκες των νέων που αποφοιτούν απ' αυτά; (Palaiologos) |
- όταν ο νεαρός σπουδαστής απεφοίτησε, τον κάλεσε δάσκαλο στη σχολή του το γειτονικό χωριό (Vranousis) |
- όταν στοιχειωδώς μορφωθεί και αποφοιτήσει από το γυμνάσιο ή και από το πανεπιστήμιο, τότε είναι τελείως απροστάτευτος (Theodorakop)
[fr kath αποφοιτώ ← MG, PatrG ← K, AG ἀποφοιτῶ (-άω)]
- finish one's studies, graduate:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφοιτών ο [apofitón] Ο πληθ. αποφοιτώντες : (λόγ.) αυτός που αποφοιτά από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα. || (ως επίθ.).
[λόγ. ουσιαστικοπ. μεε. του αποφοιτώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφοιτών [apofitόn] ο, (L)
- person graduating:
- ο γυμνασιάρχης συνεχάρη τους αποφοιτούντες |
- ο αρχιεπίσκοπος σύστησε στους αποφοιτούντες να μη λησμονήσουν τη διδασκαλία της εκκλησίας
[fr kath ο αποφοιτών, substantiv. m of αποφοιτών, prp of αποφοιτώ]
- person graduating: