Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφθεγματικός -ή -ό [apofθeγmatikós] Ε1 : 1.που είναι σύντομα και επιγραμματικά διατυπωμένος, όπως τα αποφθέγματα. 2. για κπ. που χρησιμοποιεί συχνά στο λόγο του αποφθέγματα.
αποφθεγματικά ΕΠIΡΡ: Mιλάει / εκφράζεται ~. [λόγ. < ελνστ. ἀποφθεγματικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφθεγματικός, -ή, -ό [apofθeγmatikós] (L)
- apothegmatic, aphoristic, sententious (syn αφοριστικός):
- ~ λόγος, στίχος, στοχασμός |
- αποφθεγματική διατύπωση, επιχειρηματολογία, παρατήρηση, ποίηση, φράση |
- αποφθεγματικό κείμενο, ύφος |
- εύστοχες και αποφθεγματικές λαϊκές παροιμίες |
- η πρωτοτυπία του W. βρίσκεται στον αποφθεγματικό τρόπο που διατυπώνει τις σκέψεις του (Papanoutsos)
[fr kath αποφθεγματικός ← K, AG]
- apothegmatic, aphoristic, sententious (syn αφοριστικός):