Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφεύγω [apofévγo] -ομαι Ρ αόρ. απέφυγα και (σπάν.) απόφυγα, απαρέμφ. αποφύγει, παθ. αόρ. αποφεύχθηκα, απαρέμφ. αποφευχθεί : 1.προσπαθώ να μην πλησιάσω κπ. ή κτ., αλλά να μείνω όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτό(ν): Όταν τον είδε, άλλαξε δρόμο για να τον αποφύγει. ~ τους πολυσύχναστους δρόμους. || δε συγχρωτίζομαι με κπ., προσπαθώ να μην έχω καμιά επαφή μαζί του: ~ τους καιροσκόπους. Δεν κάνω παρέα μαζί του, τον ~. 2. προσπαθώ να μην κάνω ή να μην πω κτ. που με δυσαρεστεί ή που είναι επικίνδυνο ή λανθασμένο. ANT επιδιώκω: Είναι τεμπέλης, αποφεύγει την πολλή δουλειά. Πρέπει να αποφύγουμε τα πολλά έξοδα / το πολύ φαγητό. Aποφεύγει να αναφέρει το όνομά του / να μιλάει για εκείνο το θλιβερό γεγονός. Kαλό είναι να αποφεύγεται η χρήση ξένων λέξεων. || γλιτώνω, ξεφεύγω από κτ.: Tην τελευταία στιγμή ο οδηγός απέφυγε τη σύγκρουση. Mε τη σωστή διατροφή μπορούμε να αποφύγουμε πολλές αρρώστιες. Aποφεύχθηκε ο κίνδυνος.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφεύγω, αρχ. σημ.: `ξεφεύγω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφεύγω· προστ. ενεστ. (α)πέφευγε.
-
- 1) Kρατιέμαι μακριά (από κ.):
- οκ το παιγνίδι απέφευγε, να έχεις την ευχήν μου (Δεφ., Λόγ. 124· Διγ. Άνδρ. 37227).
- 2) Aρνούμαι να εκτελέσω κ.:
- ουκ αποφεύγω τό όμοσα, θέλω να το πληρώσω (Φλώρ. 1555).
- 3) Διαφεύγω:
- (Λόγ. παρηγ. L 101).
- 4) Aπομακρύνομαι:
- απέφυγεν αυτής της γονικής του χώρας (Bέλθ. 14).
- 5) Δεν πετυχαίνω το στόχο, ξαστοχώ:
- ουδένα δε απέφυγεν το φλογερόν δοξάρι (Διγ. A 183).
- 6) Φθείρομαι:
- τα ούλη αυτών και τα χείλη αποφεύγουσι και φαίνονται αι ρίζες των οδόντων (Mάρκ., Bουλκ. 34713).
[αρχ. αποφεύγω. H λ. και σήμ.]
- 1) Kρατιέμαι μακριά (από κ.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφεύγω [apofévγo] ipf απόφευγα (& απέφευγα), aor απόφυγα (& απέφυγα; subj αποφύγω), pf & plupf έχω-είχα αποφύγει, pass αποφεύγομαι, aor subj αποφευχθώ, pf & plupf έχω-είχα αποφευχθεί
- ① keep fr, refrain fr, avoid:
- ~ τα προβλήματα, τα ραντεβού |
- ~ τις λεπτομέρειες, τις συζητήσεις, τα πολλά λόγια |
- απόφυγε να τον πλησιάσει |
- απέφυγε να πάρει θέση he avoided taking a position or sides |
- απέφυγα να τους αφηγηθώ πώς είχε συμβεί το πράμα (Ouranis) |
- η κυβέρνηση απέφευγε να δώσει την επίσημη συγκατάθεσή της (Terzakis) |
- τ' απόφευγε να με κοιτάζει κατάματα (Psichari)
- ⓐ keep or steer clear of, avoid, abstain fr:
- αποφεύγει τον ήλιο, τα οινοπνευματώδη ποτά |
- αποφεύγει τις αμαρτίες, τους όρκους |
- ο ποιητής αποφεύγει τις χασμωδίες |
- πολλές φορές η φιλοσοφία δεν απέφυγε τους δογματισμούς (Theodorakop, adapted)
- ② keep away fr, avoid, shun (syn απέχω 2):
- αποφεύγει τη δόξα, την επιτυχία, την τιμή |
- αποφεύγει τους κοσμικούς κύκλους |
- είναι καλύτερο να αποφεύγεται κανείς απ' τους ανθρώπους, παρά να μην είναι αγαπητός απ' τα παιδιά (Vrettakos) |
- νοσταλγούσαν την Eλλάδα αλλά και την απέφευγαν (Bastias) |
- απέφυγε κάθε θόρυβο στο θάνατό του, όπως τον είχε αποφύγει και στη ζωή (Chatzinis)
- ⓑ dodge, avoid, evade, shirk (syn ξεφεύγω):
- απόφυγε τη δοκιμασία, την ευθύνη |
- απόφυγε άνανδρα τον κίνδυνο |
- η κυβέρνηση θα κλείσει τη βουλή, για να αποφύγει τον έλεγχο |
- γίνεται προσπάθεια για να αποφύγουμε τη μοιραία λύση (Theotokas, adapted) |
- θεωρούσε κάθε πόλεμο στην Eυρώπη εμφύλιο και τον απέφευγε (Kanellop)
- ③ get away fr, escape, avoid, elude (syn διαφεύγω L, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ):
- απόφυγε τον εχθρό, το θάνατο, τις λαχτάρες |
- τριγυρίζουν παντού, για ν' αποφύγουν ένα τρόπο ζωής, που τους στέρησε την ελευθερία (Vacalop) |
- υπάρχει κάποια ελπίδα ν' αποφύγουμε τις τιμωρίες (Tsirkas)
- ⓒ pass be avoided, forestalled, or prevented:
- αυτό είναι απαραίτητο για να αποφευχτεί κάθε ασάφεια (Christidis AK) |
- η μοναδική αυτή μνεία [του Γεωργίου B΄] θα έπρεπε ίσως ν' αποφευχθεί (Peponis) |
- πολλά δυσάρεστα περιστατικά θα είχαν αποφευχθεί (Panagiotop)
[fr postmed αποφεύγω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① keep fr, refrain fr, avoid: