Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφατικός -ή -ό [apofatikós] Ε1 : που αποφάσκει, που δηλώνει άρνηση· αρνητικός. ANT καταφατικός. || (γραμμ.): Aποφατικά μόρια, αρνητικά. Aποφατική πρόταση, που έχει αρνητικό μόριο. || (λογ.): Aποφατική κρίση, που εκφράζει άρνηση, απόκρουση.
αποφατικά ΕΠIΡΡ: Οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι συνδέουν τις προτάσεις καταφατικά ή ~. [λόγ. < αρχ. ἀποφατικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφατικός, -ή, -ό [apofatikós] (L)
- expressing or containing negation or denial, negative (syn αρνητικός, ant καταφατικός):
- ~ λόγος |
- αποφατική απάντηση, ερώτηση, κρίση, πρόταση |
- gramm αποφατικό μόριο negative particle |
- ό,τι κατανοούμε από το θεό είναι τα κατηγορούμενα της ουσίας του, άναρχος, αόρατος λ.χ., που τα περισσότερα είναι αποφατικά (Tatakis)
[fr kath αποφατικός ← MG (pap 6th c.), PatrG ← K, AG, der of ἀποφάσκω, ἀπόφημι]
- expressing or containing negation or denial, negative (syn αρνητικός, ant καταφατικός):