Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφασιστικός, επίθ.
-
- (Προκ. για αποφθέγματα) που κλείνει, περιέχει ουσιαστικό νόημα:
- (Mπερτόλδος 3).
[<αόρ. του αποφασίζω + κατάλ. ‑τικός. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Προκ. για αποφθέγματα) που κλείνει, περιέχει ουσιαστικό νόημα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφασιστικός -ή -ό [apofasistikós] Ε1 : 1α.(για πρόσ.) που παίρνει γρήγορα αποφάσεις, που δε διστάζει υπολογίζοντας τις δυσκολίες ή τους κινδύνους: Για να λυθούν τα χρόνια και ακανθώδη προβλήματα πρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση ένας ~ και δραστήριος άνθρωπος. β. που χαρακτηρίζει αποφασιστικό άνθρωπο: Kράτησε μια αποφασιστική και ανυποχώρητη στάση. Mίλησε με αποφασιστικό τόνο. 2. για κτ. πολύ σημαντικό και κρίσιμο από το οποίο εξαρτάται το αποτέλεσμα ή η εξέλιξη μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας· καθοριστικός: Ο ρόλος του στις διαπραγματεύσεις ήταν ~. H τελευταία μάχη ήταν η αποφασιστική. Έχουν γίνει αποφασιστικά βήματα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
αποφασιστικά ΕΠIΡΡ 1. με αποφασιστικότητα: Έδρασε / απάντησε ~. 2. καθοριστικά: H γέννηση του παιδιού άλλαξε ~ τη ζωή της. [λόγ. αποφασισ- (αποφασίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. décisif (διαφ. το μσν. αποφασιστικός `που περιέχει νόημα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφασιστικός1 [apofasistikós] ο, (L)
- determined or strong-willed person (ant αναποφάσιστος1):
- ο ~ παραβλέπει λεπτομέρειες, που μπορεί να έχουν καίρια σημασία (Panagiotop)
[substantiv. m of αποφασιστικός2]
- determined or strong-willed person (ant αναποφάσιστος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφασιστικός2, -ή, -ό [apofasistikós] (L)
- ① determined, resolute, bold, strong-willed (ant αναποφάσιστος2 1, δισταχτικός):
- ~ εχθρός |
- αποφασιστική προσπάθεια, φωνή |
- αποφασιστικό βήμα, πρόσωπο |
- ~ τόνος της φωνής |
- αποφασιστική κίνηση του κεφαλιού |
- η φυσιογνωμία του έπαιρνε κάτι το αποφασιστικό και το ύπουλο συνάμα (Karagatsis) |
- θ' ακολουθήσει μια σειρά εγκλημάτων, που γίνονται με πιο αποφασιστικό χέρι (Sachinis) |
- τι όμορφα που είναι, έτσι άγρια κι αποφασιστικά, τα μάτια της μικρής μας αδερφής (Venezis) |
- ξεσηκωθήκαν και τ' αποφασιστικά παιδιά που αποτελούν την οργάνωση "Πρόσκοποι του Bασιλέως" (Psathas)
- ② decisive, conclusive, crucial (syn κρίσιμος):
- ~ παράγοντας, σταθμός |
- αποφασιστική γνωριμία, έρευνα, μελέτη |
- αποφασιστική εξέλιξη, επίδραση, μάχη, πρόοδος, φάση |
- αποφασιστικό γεγονός, κριτήριο, στοιχείο |
- αποφασιστικό επιχείρημα clinching argument |
- αποφασιστική απόδειξη conclusive evidence (syn πειστικός) |
- αποφασιστικό σημείο critical point, turning-point |
- η αποφασιστική δοκιμασία the acid test, crucial test |
- αποφασιστική ψήφος deciding vote |
- υλικό αποφασιστικής σημασίας |
- βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας αποφασιστικής στροφής της λογοτεχνίας (Thrylos) |
- ο F. εσημάδεψε μερικά αποφασιστικά για το ζήτημα τούτο χωρία (Karouzos) |
- η εικοσαετία, στην οποία έχουμε ήδη μπει, θα είναι αποφασιστική για την ύπαρξη της Eλλάδος (Angelop) |
- του Oδυσσέα ο ρόλος υπήρξε αποφασιστικότερος απ' ό,τι του Aίαντα (Maronitis)
[fr kath αποφασιστικός ← postmed, MG (Koumanoudis), der of MG (Anna Comn) αποφάσιστος; cf αναποφάσιστος]
- ① determined, resolute, bold, strong-willed (ant αναποφάσιστος2 1, δισταχτικός):