Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφασιστικά [apofasistiká] adv (L)
- ① w. determination, decidedly, resolutely, boldly (syn αποφασισμένα):
- αποκρίθηκε, διάβηκε, μίλησε, μπήκε, σκέφτηκε ~ |
- στάθηκε ~ |
- η γλώσσα του είναι ~ και στέρεα ακουμπισμένη στη λαϊκή γλώσσα (Palam, adapted) |
- το Bυζάντιο έγειρε ~ |
- τα τανκς κατέβαιναν ~ |
- τα κράτη της μακρινής Aσίας στράφηκαν ~
- ② to a great extent, decisively, substantially, crucially (syn κρίσιμα):
- ενισχύει, επηρεάζει, ευθύνεται, συμβάλλει ~ |
- ~ περιορισμένη δύναμη |
- η υγεία του κλονίστηκε ~ |
- την ώρα εκείνη κρίνουνταν ~ η τύχη του (Drosinis) |
- η άλγεβρα προωθήθηκε ~ |
- αυτά τα τραγούδια είναι που χωρίζουν αποφασιστικότερα τις γενιές (Panagiotop)
[fr postmed (Somavera) αποφασιστικά, der of αποφασιστικός]
- ① w. determination, decidedly, resolutely, boldly (syn αποφασισμένα):