Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφασισμένος, -η, -ο [apofasizménos]
- ① having made up one's mind, determined, resolved (ant αναποφάσιστος2 1):
- αποφασισμένοι νέοι, σύντροφοι |
- ~ να καταστραφεί bent on self-destruction |
- με καρδιά αποφασισμένη παραιτήσανε το Σούλι (Vlachogiannis) |
- τον ακολούθησαν, αποφασισμένοι να ζήσουν την ασκητική ζωή γυρίζοντας τον κόσμο (Papantoniou) |
- έδειχνε αποφασισμένη για μια μάχη, που την ένοιωθε χαμένη κιόλα (KPolitis) |
- υπήρξε ο πλέον ~ υπερασπιστής της ανεξαρτησίας της εκκλησίας (Tatakis)
- ② considered lost, written off, condemned (syn ξεγραμμένος):
- ~ άρρωστος |
- είπε ο γιατρός πως είμαι ~ για θάνατο; (Panagiotop)
- ③ upon which a decision has been made, decided upon (ant αναποφάσιστος2 2):
- αποφασισμένες ενέργειες |
- poem .. θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση (Elytis)
[fr postmed (Somavera) αποφασισμένος, ppp of αποφασίζω]
- ① having made up one's mind, determined, resolved (ant αναποφάσιστος2 1):