Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφαγούδι [apofaγú∂i] το, usu pl αποφαγούδια τα, = αποφάγι 2
- :
- έδωσε στον άρρωστο πατέρα της τ' αποφαγούδια του μεσημεριού (Xenop) |
- στο πάτωμα, μια ντουζίνα άπλυτα πιάτα μ' αποφαγούδια (Karagatsis)
[der of MG αποφάγιν w. suff -ούδιν; cf αποδιαλεγούδι]