Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφαγούδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποφαγούδι [apofaγú∂i] το, usu pl αποφαγούδια τα, = αποφάγι 2
:
  • έδωσε στον άρρωστο πατέρα της τ' αποφαγούδια του μεσημεριού (Xenop) |
  • στο πάτωμα, μια ντουζίνα άπλυτα πιάτα μ' αποφαγούδια (Karagatsis)

[der of MG αποφάγιν w. suff -ούδιν; cf αποδιαλεγούδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες