Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφέρω [apoféro] Ρ αόρ. απέφερα, απαρέμφ. αποφέρει : αποδίδω ως κέρδος, ως εισόδημα: Ο τουρισμός αποφέρει στη χώρα μας δισεκατομμύρια σε συνάλλαγμα. H πώληση του κτήματος του απέφερε ένα σημαντικό ποσό. Οι καταθέσεις του του αποφέρουν ένα σεβαστό ετήσιο εισόδημα.
[λόγ. < αρχ. ἀποφέρω `παίρνω μαζί μου, φέρνω πίσω΄ σημδ. γαλλ. rapporter]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφέρω,
- βλ. υποφέρω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφέρω [apoféro] aor απόφερα (& απέφερα; subj αποφέρω) (L)
- ① bring in, yield, bear, produce (syn αποδίδω 3b, αφήνω, βγάζω):
- το επάγγελμά του απέφερε σημαντικά κέρδη |
- η συνεδρίαση δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα |
- η άσκηση αποφέρει άμεσους καρπούς |
- τα τάνκερ αποφέρουν δώδεκα εκατομμύρια δολλάρια το χρόνο |
- τα χωράφια αποφέρουν πλούσια συγκομιδή |
- αμοιβαία βήματα συνδιαλλαγής δεν αποφέρουν κομματικά οφέλη |
- τα χρήματά σου σου αποφέρουν μόνον ένα 7% (Karagatsis, adapted) |
- όλα τα πάθη αποφέρουν κάποτε κάποιο καλό (Vrettakos) |
- ο Mallarmé πίστεψε ότι μια κατάλληλη συγκρότηση των φθόγγων αποφέρει τη γεύση του απολύτου (Spandonidis) |
- τότε άρχισε μια περίοδος εντατικής δουλειάς, που μου απέφερε μερικές ικανοποιήσεις, περισσότερες απογοητεύσεις (Christidis)
- ⓐ intr be productive, yield, pay (syn αποδίδω 3c):
- η φιλαργυρία του είναι η μόνη ηδονή του που αποφέρει
- ② come away w., take away, carry off (syn αποκομίζω 2):
- μου επεφυλάσσετο να μην αφήσω την περιφέρεια των Δολομιτών, χωρίς ν' ~ μια προσωπική ανάμνηση της μεγαλοπρέπειάς της (Ouranis)
[fr kath αποφέρω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① bring in, yield, bear, produce (syn αποδίδω 3b, αφήνω, βγάζω):