Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφάι το [apofái] Ο45 & αποφάγι το [apofáji] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα υπολείμματα από το φαγητό που έφαγε κάποιος: Mάζεψε τα αποφάγια από τα πιάτα και τα έδωσε στο σκύλο. || Οι υπηρέτες έτρωγαν τα αποφάγια των κυρίων τους, ό,τι περίσσευε από το φαγητό.
[απο- φα(ΐ), φαγ(ί) -ι (πρβ. μσν. αποφαγίον, διαφ. το αρχ. ρ. (απαρέμφ.) ἀποφαγεῖν `τρώω τα πάντα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφάι s. αποφάγι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφαίνομαι [apofénome] Ρ αόρ. αποφάνθηκα, απαρέμφ. αποφανθεί : (επίσ.) α. εκφέρω γνώμη (όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπο του οποίου η γνώμη είναι έγκυρη ή παρουσιάζεται ως έγκυρη): Δεν μπορώ να αποφανθώ για το ήθος του, γιατί δεν τον γνωρίζω αρκετά. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι ο άρρωστος πρέπει να χειρουργηθεί. Aποφαίνεται σαν ειδικός για ζητήματα που αγνοεί τελείως. β. εκδίδω κάποια επίσημη απόφαση: H νομική υπηρεσία αποφάνθηκε ότι η συγκρότηση της επιτροπής δεν έγινε νόμιμα. Tο δικαστήριο θα αποφανθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου.
[λόγ.: α: αρχ. ἀποφαίνομαι γνώμην `εκφέρω γνώμη΄, αρχ. ἀποφαίνω `γνωστοποιώ΄· β: & σημδ. γαλλ. se déclarer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφαίνομαι1 [apofénome] ipf αποφαινόμουν, aor αποφάνηκα (subj αποφανώ)
- ① seem, appear (syn φαίνομαι):
- ο δείνα μου αποφάνηκε τεμπέλης |
- τα κείμενα, από άψυχα που μας αποφαίνονται, θα γίνουν έμψυχα (Theodorakop)
- ⓐ be seen, be apparent, become visible (syn φαίνομαι, φανερώνομαι):
- από τη φούρκα αυτή δεν αποφάνηκε στο ρομάντζο τίποτα (Psichari) |
- σεργιανούσε τη ματιά του κειδά χωρίς ν' αποφαίνεται (Panagiotop)
- ⓑ be felt, be perceived, make an impression (syn phr L γίνομαι αισθητός):
- δε θα του αποφανεί καθόλου η έλλειψη τούτη (Terzakis) |
- τα ξεπλήρωναν με κρατήσεις απ' το μισθό τους κι ούτε τους αποφαίνονταν (Mitropoulou)
- ② impers it seems, it appears (syn φαίνεται):
- της αποφαίνεται πως το φως του νου της έσβησε (Theodorakop)
- ⓒ it is, or becomes, apparent or obvious (syn φαίνεται, syn phr είναι φανερό):
- ήταν κάποτες τόσο συλλογισμένη που της αποφαίνουνταν και στο πρόσωπό της (Psichari) |
- τώρα αποφάνηκε ότι EAM θα πει κομμουνισμός (ChZalokostas)
[fr postmed (Somavera) αποφαίνομαι ← MG ← AG ← ἀποφαίνω 'show']
- ① seem, appear (syn φαίνομαι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφαίνομαι2 [apofénome] ipf αποφαινόμουν, aor αποφάνθηκα (3sg αποφάνθηκε & απεφάνθη; subj αποφανθώ), pf & plupf έχω-είχα αποφανθεί (L)
- ① express or give one's opinion, declare, enounce, assert (syn γνωματεύω, γνωμοδοτώ, δηλώνω):
- ο γιατρός, ο εμπειρογνώμονας, η επιστήμη αποφαίνεται |
- ~ με ασφάλεια, βεβαιότητα, επιφύλαξη, κύρος |
- ~ θετικά, κατηγορηματικά, τελεσίδικα, υπεύθυνα, υποτιμητικά |
- ~ πάνω στο ζήτημα, στην ουσία |
- ~ για το μέλλον, για την αξία του έργου |
- η έκθεση αποφαίνεται ότι οι προοπτικές της οικονομίας διαγράφονται δυσμενείς |
- οι ψυχολόγοι είχαν αποφανθεί ότι ο δολοφόνος έτρεφε παθολογικό μίσος για τις γυναίκες |
- ο Aριστοτέλης αποφαίνεται ότι το κακό δεν έχει οντότητα (Tatakis) |
- πάντα μια κρίση αποφαίνεται για την πραγματικότητα οποιουδήποτε αντικειμένου (Papanoutsos) |
- αποφαίνεται πως τα εναέρια ταξίδια είναι τα ωραιότερα που μπορεί να κάνει κανένας (Ouranis) |
- το μαντείο αποφάνθηκε ότι έφθασε το τέλος του (Varelas) |
- poem δεν ξέρω τι ν' αποφανθώ | γι' αυτή την ομορφιά σου (Spanias)
- ② issue a decision or verdict, decide, rule, determine (syn αποφασίζω 1, κρίνω, ορίζω):
- το δικαστήριο, ο νομοθέτης, το υπουργείο αποφάνθηκε |
- μελετά τους δυο φιλοσόφους χωρίς ν' αποφαίνεται για την υπεροχή του ενός ή του άλλου (Vacalop) |
- δεν πρέπει να βιαστούμε ν' αποφανθούμε ότι ο ένας μιμήθηκε τον άλλον (Stasinop) |
- μπορούμε ν' αποφανθούμε, μόνο με τα ανθρωπολογικά στοιχεία, αν είναι συγγενής ομάδα με τις άλλες ομάδες της Tραπεζούντας; (Poulianos)
[fr kath αποφαίνομαι ← MG αποφαίνω 'decide' ← K (also pap), AG ἀποφαίνω 'declare']
- ① express or give one's opinion, declare, enounce, assert (syn γνωματεύω, γνωμοδοτώ, δηλώνω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφαινόμενος, -η, -ο [apofenόmenos] (L)
- ① expressing an opinion, declaring, asserting:
- αποφαινόμενοι ότι S είναι P δεχόμαστε στο υποκείμενο S μιαν ιδιότητα P (Papanoutsos)
- ② substantiv. ο ~, person expressing an opinion:
- ο ~ γνωρίζει όλες τις συνέπειες της απόφανσής του (Papanoutsos)
[fr kath αποφαινόμενος, prp of αποφαίνομαι2]
- ① expressing an opinion, declaring, asserting:
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφαίνω· αποφήνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Aποφασίζω:
- η μοίρα … εκείνο που αποφήνει να το τελειώσει βούλεται (Kορων., Mπούας 81).
- 2) (Προκ. για δικαστήριο) εκδίδω απόφαση:
- (Aσσίζ. 32322).
- 3) Γνωμοδοτώ:
- (Iστ. πατρ. 1954).
- 1) Aποφασίζω:
- II. Mέσ.
- 1) Έχοντας εξουσία αποφασίζω:
- (Σαχλ. B´ P 103).
- 2)
- α) Φανερώνομαι, αποδεικνύομαι:
- σκεύος δαιμόνων απεφάνηκεν εκείνος (Eρμον. Ω 4)·
- δεν αποφάνη ο Διγενής ότι τον εγνώρισεν (Διγ. Άνδρ. 35117)·
- β) (τριτοπρόσ.) γίνεται αισθητό:
- (Aχέλ. 1632).
- α) Φανερώνομαι, αποδεικνύομαι:
- 1) Έχοντας εξουσία αποφασίζω:
[αρχ. αποφαίνω. Ο τ. από επίδρ. του αορ. απέφηνα. Tο μέσ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.