Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφάγι [apofáyi] το, (& αποφάι)
- ① fruit (sweet etc) eaten at the end of meal, dessert (syn απόδειπνο 4, L επιδόρπιο):
- κάθισαν να φάνε αβγά, τυρί, αρνί .. και μήλα γι' ~ (Petsalis)
- ② usu pl αποφάγια τα, food remainders, left-overs (syn απομεινάρια 2, αποφαγούδια):
- δάγκασε μια ξερή κόρα ψωμί από του τραπεζιού τ' αποφάγια (Vlachogiannis) |
- ακουμπήσαν πλάι κάποια γαβάθα ξέχειλη αποφάγια (Grigoris) |
- οι γάτοι τρων τους ποντικούς των σπιτιών και τ' αποφάγια των ανθρώπων (Karagatsis)
[fr postmed (Somavera) αποφάγι ← MG αποφάγιν ← αποφαγείν, aor inf of AG (+) ἀπέφαγον]
- ① fruit (sweet etc) eaten at the end of meal, dessert (syn απόδειπνο 4, L επιδόρπιο):