Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απουσιολόγιο το [apusiolójio] Ο40 : ειδικό τετράδιο όπου σημειώνονται καθημερινά τα ονόματα των μαθητών που απουσιάζουν από το μάθημα.
[λόγ. απουσί(α) -ο- + -λόγιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απουσιολόγιο [apusiolóyio] το, (L)
- log or book in which absences are recorded, attendance record:
- θα λειτουργήσουν τα σχολεία με ~ για μαθητές και καθηγητές
[fr kath (neol) απουσιολόγιον, cpd of απουσία & -λόγιον (: λέγω); cf εορτολόγιο, ευχολόγιο, μαθητολόγιο etc]
- log or book in which absences are recorded, attendance record: