Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απουσία
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απουσία η [apusía] Ο25 : το αποτέλεσμα του απουσιάζω. ANT παρουσία. 1α. το να μη βρίσκεται κάποιος σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, όπου έπρεπε ή όπου θα περίμενε κανείς να είναι: H ~ του πρωθυπουργού από την τελετή σχολιάστηκε δυσμενώς. H ~ του έγινε πολύ αισθητή / ήταν δικαιολογημένη. (έκφρ.) έλαμψε διά της απουσίας του, ειρωνικά, για κπ. που έλειψε αδικαιολόγητα από κάποια συνάθροιση και που η απουσία του έγινε αισθητή. || (ειδικότ.) το να λείπει κάποιος από το χώρο διδασκαλίας ή εργασίας, κατά παράβαση του κανονισμού: Ο μαθητής έκανε πολλές απουσίες αυτή τη χρονιά, απουσίασε πολλές φορές. Δικαιολογημένες / αδικαιολόγητες απουσίες. Tου έβαλαν / πήρε ~, έγραψαν το όνομά του στο απουσιολόγιο. Παίρνω απουσίες, ελέγχω και σημειώνω ποιοι είναι παρόντες. Έμεινε στην ίδια τάξη από απουσίες. || Kατά την ~ μου, κατά τη διάρκεια της απουσίας μου: Kατά την ~ μου έγινε διάρρηξη στο διαμέρισμά μου. Ελπίζω να μη συμβεί τίποτε κατά την ~ του. Kατά τη μακρόχρονη ~ του ποτέ δε σταμάτησε να ενδιαφέρεται για την Ελλάδα. (λόγ. έκφρ.) εν τη ~ μου, όσο ήμουν απών· κατά την απουσία μου: Δεν ξέρω τι έγινε εν τη ~ μου. β. η μη συμμετοχή κάποιου σε μια συλλογική δραστηριότητα: H ~ του από τους εθνικούς αγώνες δεν τον τιμά. 2. έλλειψη. α. το να μην υπάρχει ένα πρόσωπο που συνήθ. θεωρείται απαραίτητο μέσα σε ένα σύνολο: Tο κενό που δημιούργησε η ~ του πατέρα είναι δυσαναπλήρωτο. H ~ ενός δυναμικού αρχηγού οδήγησε το κόμμα στη διάλυση. H ~ παιδιών κλόνισε τις σχέσεις του ζευγαριού. β. το να μην υπάρχει κτ. που συνήθ. θεωρείται βασικό στοιχείο και προϋπόθεση στη διαμόρφωση μιας κατάστασης: H σκέψη του χαρακτηρίζεται από την ~ λογικού ειρμού. H αποτυχία του κυβερνητικού έργου οφείλεται στην ~ συντονισμού.

[λόγ. < αρχ. ἀπουσία & σημδ. γαλλ. absences (πληθ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απουσία [apusía] η, (L)
  • ① absence (ant παρουσία):
    • η ~ του έγινε αισθητή his absence was felt |
    • έλαμψε με την ~ του he was conspicuously absent |
    • είδαν ένα κασόνι και συνεπέραναν ότι θα κατέφθασε στην ~ τους (Karyotakis) |
    • είχε επιστρέψει στην Aθήνα έπειτα από πολλών χρόνων ~ στη Δύση (Sachinis) |
    • θέλει να καταλάβει το θρόνο επωφελούμενος από την ~ του νόμιμου διαδόχου (Vacalop) |
    • ο θάνατος σημαίνει την αναχώρηση από το φυσικό κόσμο, μιαν ~
  • ⓐ non-attendance (at school etc), absence:
    • άδεια απουσίας |
    • είχε πολλές απουσίες φέτος he missed school many times this year |
    • πήρε ~ he was marked absent |
    • φουρκισμένος για την ~ κάθισε στη θέση του, στο μπροστινό θρανίο (Xenop)
  • ② absence, inexistence, lack, deficiency (near-syn ανυπαρξία 2, έλλειψη, ant παρουσία):
    • ~ ελευθερίας, νόμων |
    • ~ σχολείων στο νησί |
    • ~ δημιουργικών ικανοτήτων από το συγγραφέα |
    • ολοκληρωτική, πλήρης, τέλεια ~ |
    • παραξενεύει η ~ ειδώλων, που γεννά την εντύπωση ότι ο λαός δεν είχε πια θρησκευτικότητα (NPlaton) |
    • παρατηρούνται αλλαγές, που κυρίως εκφράζονται με την ~ του φρονιμίτη (Poulianos) |
    • εδημοσίευσε διάφορα ποιήματα, που τα χαρακτηρίζει η ~

[fr kath απουσία ← PatrG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απουσιάζω [apusiázo] Ρ2.1α : 1α.δε βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο χρόνο στον τόπο όπου θα έπρεπε να είμαι ή όπου συνήθ. είμαι· λείπω: Ο γιατρός δε θα δεχτεί επισκέψεις, γιατί θα απουσιάσει. Πήγα σπίτι του να τον δω, μου είπαν όμως ότι απουσιάζει. || (ειδικότ.) λείπω από το σχολείο ή από το χώρο εργασίας, όπου υποχρεωτικά έπρεπε να βρίσκομαι: Aπουσιάζει συχνά από το σχολείο, γιατί είναι φιλάσθενο παιδί, κάνει απουσίες. Πήρε άδεια από τον προϊστάμενό του να απουσιάσει δύο ώρες από την υπηρεσία του. β. λείπω από μια κοινή προσπάθεια ή δραστηριότητα, αρνούμαι ή αποφεύγω να συμμετάσχω και να συμβάλω σε αυτή, είμαι απών: Σε όλες τις δύσκολες ώρες της ζωής της, η οικογένειά της απουσίαζε. Δεν πρέπει να απουσιάσει κανένας από το προσκλητήριο της πατρίδας / από τη σταυροφορία για την προστασία της φύσης. 2. για κτ. που λείπει από κάπου όπου η παρουσία του θεωρείται συνήθ. απαραίτητη ή χρήσιμη: Aπό το έργο του απουσιάζει η πρωτοτυπία. Όταν απουσιάζουν τα τεχνικά μέσα, η καθημερινή ζωή γίνεται δύσκολη. Aπό τις ενέργειές του απουσιάζει η ιδιοτέλεια και η υστεροβουλία.

[λόγ. απουσί(α) -άζω μτφρδ. γαλλ. être absent, s΄absenter (διαφ. το ελνστ. ἀπουσιάζω `αποβάλλω την περιουσία΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απουσιάζω [apusiázo] ipf απουσίαζα, aor απουσίασα (subj απουσιάσω) (L)
  • ① be absent, be away (syn είμαι απών, λείπω, ant είμαι παρών):
    • η κυρία απουσιάζει από το σπίτι |
    • ο υπάλληλος απουσιάζει από το γραφείο |
    • κατά τον γραπτό λόγο απουσιάζει ο συνομιλητής (Geros) |
    • είναι άπειρες οι περιπτώσεις όπου οι γονείς απουσιάζουν από την αγωγή των παιδιών τους (Papanoutsos) |
    • οι παράφρονες δεν απουσίασαν ποτέ από την ιστορία (Theodorakop) |
    • αν ο βασιλιάς απουσιάσει από το κράτος, η αντιβασιλεία αναθέτεται στο διάδοχο (Christidis EΣ)
  • ⓐ be absent, absent o.s., fail to attend (ant είμαι παρών):
    • οι μαθητές απουσίασαν από το σχολείο
  • ② be absent, be lacking (syn ελλείπω, λείπω):
    • σε όλες τις άλλες πολιτείες η θεατρική ζωή ή απουσιάζει ή συντηρείται από μικροθιάσους (Thrylos) |
    • ο διάλογος απουσιάζει ολότελα από την Πάπισσα Iωάννα (του Pοΐδη) (Sachinis) |
    • η έμπνευση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εκεί που απουσιάζει η τεχνική γνώση (Dizikirikis)

[fr kath απουσιάζω ← PatrG ← LK 'waste']

[Λεξικό Γεωργακά]
απουσιάζων1 [apusiázon] ο, (L)
  • absent person (syn ο απών):
    • ο υπουργός τιμωρεί τους απουσιάζοντες

[substantiv. m of απουσιάζων2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απουσιάζων2, -ουσα [apusiázon] (L)
  • absent, not present (syn απών, ant παρών):
    • οι απουσιάζοντες υπάλληλοι θα απολυθούν |
    • εμφανίσθηκε η απουσιάζουσα γνωστή μας

[fr kath απουσιάζων, prp of απουσιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες