Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχημένος1 [apoti] ο, (& αποτυχεμένος) αποτυχημένη [apoti
- person who has failed (in life), failure (syn ρατές):
- ~ της ζωής |
- ανάμεσα στους πολλούς που τρέχανε σιμά του, μπερδεύτηκαν και οι καιροσκόποι, οι κατεργαραίοι, οι αποτυχημένοι (Bastias) |
- αυτούς τους γκρινιάρηδες να τους υποψιάζεσαι πάντα, είναι οι αποτυχεμένοι (Panagiotop) |
- ανακαλύπτω πως δεν είμαι ικανή για τίποτε, ότι είμαι μια αποτυχημένη (Stratou)
[substantiv. m of αποτυχημένος2]
- person who has failed (in life), failure (syn ρατές):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχημένος2, -η, -ο [apoti] (& αποτυχεμένος)
- unsuccessful, failed (syn αποτυχών2 L, ant επιτυχημένος L, πετυχημένος):
- ~ δικηγόρος, καθηγητής, καλλιτέχνης, στρατιωτικός, υπουργός |
- αποτυχημένη απάτη, δοκιμή, επανάσταση, επίθεση, μετάφραση, υπόθεση |
- αποτυχημένο μυθιστόρημα, ξεκίνημα, πείραμα, τέχνασμα |
- αποτυχημένη θεατρική παράσταση |
- αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις |
- το διαζύγιο θα πρέπει να προτιμάται από έναν αποτυχημένο γάμο |
- εδικάζονταν εκείνοι που είχαν οργανώσει την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του Xίτλερ |
- έργο που δεν αρέσει ούτε στους λίγους ούτε στους πολλούς ορισμένως είν' αποτυχημένο (Xenop) |
- σα σύνολο ο πίνακας ήταν αποτυχεμένος (Sfakianakis)
[ppp of αποτυχαίνω]
- unsuccessful, failed (syn αποτυχών2 L, ant επιτυχημένος L, πετυχημένος):