Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτυχημένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτυχημένα [apoti] adv
  • unsuccessfully (ant επιτυχημένα):
    • το χέρι είναι λίγο αδέξια ή ~ σχεδιασμένο (Bakalakis) |
    • κάνει τόσο ~ τον έξυπνο (KPapa)

[der of αποτυχημένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες