Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτυχία η [apotixía] Ο25 : ενέργεια που δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, την επιθυμητή έκβαση. ANT επιτυχία: H ~ του στις εξετάσεις / στις εκλογές ήταν μεγάλη / παταγώδης. H ~ του να εκλεγεί βουλευτής τον έκανε να αποσυρθεί από την πολιτική. H ~ της επίθεσης ήταν ολοκληρωτική. H προσπάθειά του κατέληξε σε πλήρη ~. H ~ ενός σχεδίου / στόχου. Είχε / δοκίμασε πολλές αποτυχίες στη ζωή του, πολλές προσπάθειες, πολλοί στόχοι του απέτυχαν. || για κτ. που δεν έχει γίνει σωστά, που έχει ατέλειες και λάθη: H παράσταση / η γιορτή / η διάλεξη ήταν σωστή / τέλεια / σκέτη ~. Mεγάλη ~ αυτό το παλτό. H αγορά αυτού του οικοπέδου ήταν ~.
[λόγ. < αρχ. ἀποτυχία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποτυχία η· αποτυχιά.
-
- 1) Tο να μην πετυχαίνει κανείς, ατυχία:
- (Aιτωλ., Mύθ. 1313).
- 2) Kακή, δυσμενής τύχη:
- (Θησ. Δ´ [845]).
[αρχ. ουσ. αποτυχία. H λ. και σήμ.]
- 1) Tο να μην πετυχαίνει κανείς, ατυχία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχία [apoti] η,
- lack of success, setback, failure, flop, fiasco (syn αστοχιά, τζίφος, φιάσκο, ant επιτυχία):
- παταγώδης, πλήρης, τέλεια ~ |
- milit~ βολής misfire |
- ~ στο γάμο, στις εκλογές |
- ~ στις εξετάσεις (near-syn απόρριψη L) |
- η παράσταση ήταν ~ |
- οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε ~ |
- μια καλή ~ μπορεί να δικαιολογηθεί, ποτέ όμως να επαινεθεί (Athanasiadis-N) |
- η κριτική μας έχει πάθει ένα είδος διαστροφής, προτιμάει τις αποτυχίες (id.) |
- και οι αποτυχίες διδάσκουν (KPapa)
[fr postmed αποτυχία ← MG, PatrG ← K, AG]
- lack of success, setback, failure, flop, fiasco (syn αστοχιά, τζίφος, φιάσκο, ant επιτυχία):