Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτυμπανισμός ο [apotimbanizmós] Ο17 : (ιστ.) τρόπος εκτέλεσης της θανατικής ποινής στην αρχαία Aθήνα.
[λόγ. < ελνστ. ἀποτυμπανισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυμπανισμός [apotimbanizmós] ο, (L) AG hist
- execution by clubbing:
- οι δεκάξι σιδεροδεμένοι σκελετοί, μικρό δείγμα του αποτυμπανισμού των δούλων, είναι μαρτυρία φρίκης (Panagiotop)
[fr kath αποτυμπανισμός ← PatrG, K]
- execution by clubbing: