Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποτυγχάνω.
-
– Βλ. και αποτυχαίνω.
- Α´ (Mτβ.) χάνω:
- αποτυχών δε και τας εκείθεν ελπίδας (Ψευδο-Σφρ. 19011).
- Β´ (Aμτβ.) πέφτω έξω, γελιέμαι:
- (Διγ. Gr. 2076).
[αρχ. αποτυγχάνω. H λ. και σήμ.]
- Α´ (Mτβ.) χάνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυγχάνω [apotiŋxáno] ipf αποτύγχανα, aor απέτυχα (subj αποτύχω)
- be unsuccessful; fail (syn αποτυχαίνω L, ant L επιτυγχάνω):
- χωρίς εσένα η αποστολή μας ίσως ν' αποτύγχανε (TStefanidis) [fr kath αποτυγχάνω ← K, AG] cf αποτυχαίνω.
- be unsuccessful; fail (syn αποτυχαίνω L, ant L επιτυγχάνω):