Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτσάμπι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτσάμπι [apotsámbi] το, region.
  • bunch of grapes remaining on vine after harvest (syn αποτρύγι)

[cpd w. τσαμπί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες