Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτροπιαστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτροπιαστικός -ή -ό [apotropiastikós] Ε1 : που προκαλεί αποτροπιασμό, που είναι αποτρόπαιος: Aποτροπιαστικό θέαμα / έγκλημα. αποτροπιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. αποτροπιαστικός `κατάλληλος για αποτροπή κακού΄ < αποτροπιασ(μός) -τικός σημδ. γαλλ. exécrable]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτροπιαστικός, -ή, -ό [apotropiastikós] (L)
  • ① designed or believed to avert evil, apotropaic (syn αποτρεπτικός 2):
    • κρεμούσαν και μάσκες για διάφορους σκοπούς από δένδρα, κυρίως αποτροπιαστικούς (Christou) |
    • ευφημιστικό είναι και το νόημα πολλών αποτροπιαστικών λέξεων και φράσεων (π.χ. οξαποδώ, i.e. ο διάβολος) κλ (DPetrop)
  • ② abominable, hideous, horrible (syn αποτρόπαιος 2):
    • αποτροπιαστική αγριότητα, πράξη, τραγωδία, φάρσα |
    • αποτροπιαστικό ερπετό, θέαμα |
    • o άνθρωπος είχε φάγει σκόρδο και όλη γύρω μου η ατμοσφαίρα γέμισεν από την αποτροπιαστική μυρουδιά (Palam) |
    • θυμηθήκατε την εξήγηση, που δίνουν οι ξένοι γι' αυτήν την αποτροπιαστική στρέβλωση (Charis) |
    • το θεωρούσε αποτροπιαστικό να ζωγραφίσει ένα πρόσωπο εκ του φυσικού, αν δεν είχε πολύ μεγάλη ομορφιά (Kanellop) |
    • η μορφή ενός Mαλαισίου επανέρχεται αποτροπιαστική στα οράματά του (Mourelos)

[fr kath αποτροπιαστικός ← MG (11th c.), der of αποτροπιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες