Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτροπιασμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτροπιασμός ο [apotropiazmós] Ο17 : έντονο συναίσθημα φρίκης και απέχθειας που προκαλεί η θέα, το άκουσμα ή η σκέψη κάποιου φρικτού, αποκρουστικού συμβάντος: Εκφράζω τον αποτροπιασμό μου για το στυγερό έγκλημα. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για τη νέα τρομοκρατική ενέργεια. Ο βομβαρδισμός των αμάχων προκάλεσε τον αποτροπιασμό της κοινής γνώμης.

[λόγ. < ελνστ. ἀποτροπιασμός `τελετή για αποτροπή κακού΄ σημδ. γαλλ. exécration]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτροπιασμός [apotropiazmós] ο, (L)
  • ① loathing, aversion, repugnance, abhorrence, disgust (syn απέχθεια L, αποστροφή 1 L, σίχαμα, σιχασιά):
    • ακαταμάχητος, ηθικός ~ |
    • γκριμάτσα αποτροπιασμού |
    • αισθάνεται, δείχνει, εκφράζει αποτροπιασμό |
    • κοιτάζει με αποτροπιασμό, μορφάζει από αποτροπιασμό, αποστρέφει το πρόσωπο με αποτροπιασμό |
    • καταδίκασε με αποτροπιασμό κάθε προσπάθεια διασπάσεως του λαού |
    • ο εμπρησμός των δύο καταστημάτων προκαλεί τον αποτροπιασμό |
    • η εκκλησία γεμίζει το θεατή αποτροπιασμό κι αγανάκτηση (Ouranis) |
    • η εικονομαχία καταγγέλλει με αποτροπιασμό τις ειδωλολατρικές υπερβολές της λατρείας των λειψάνων (Tatakis) |
    • η προβολή του σαρκικού οργίου τούς γεννούσε αποτροπιασμό (Papatsonis)
  • ② abominable or hideous act, abomination (syn phr φρικιαστική πράξη):
    • το ιστορικό ντοκουμέντο ξεσκεπάζει τους αποτροπιασμούς της χούντας

[fr kath αποτροπιασμός ← MG (CGL), PatrG ← K (also pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες