Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτροπιάζω [apotropiázo] mi αποτροπιάζομαι (L)
- ① cause abhorrence, disgust, repel, revolt (syn αηδιάζω B2, near-syn αποκρούω 1b, απωθώ):
- εκείνο που τον αποτροπιάζει δεν είναι το ψέμα ή η κακή πίστη (Kanellop) |
- ο συγγραφέας μάς επιβάλλεται κ' εκεί ακόμα που μας αποτροπιάζει (Zotos)
- ② mi αποτροπιάζομαι feel disgust at sth, abhor, detest, loathe (syn αηδιάζω B2b, απεχθάνομαι L, αποστρέφομαι L):
- ο άνθρωπος είναι φυσικό να πονάει τους ανθρώπους και ν' αποτροπιάζεται το αίμα (Kazantz) |
- πέφτουν ή στον αθεϊσμό ή στο θεϊσμό, δυο πράγματα που η χριστιανική θρησκεία αποτροπιάζεται σχεδόν στον ίδιο βαθμό (Tatakis) |
- τον φαντάζομαι ν' αποτροπιάζεται στο βάθος αυτή τη δουλειά (Chatzinis)
[fr kath αποτροπιάζω ← MG (CGL), PatrG ← K (also pap)]
- ① cause abhorrence, disgust, repel, revolt (syn αηδιάζω B2, near-syn αποκρούω 1b, απωθώ):