Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτροπαϊκός, -ή, -ό [apotropaikós] (L)
- designed or believed to avert evil, apotropaic (syn αποτρεπτικός 2):
- αποτροπαϊκό μάτι, συνήθειο |
- το παρόμοιο εκείνο σύμβολο έχει προστατευτικό χαρακτήρα, αποτροπαϊκό των κακών πνευμάτων (Karouzou)
[fr kath (neol) αποτροπαϊκός, der of αποτρόπαιος; cf Eng apotropaic]
- designed or believed to avert evil, apotropaic (syn αποτρεπτικός 2):