Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτροπή η [apotropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτρέπω. 1. η παρεμπόδιση της δημιουργίας κάποιας δυσάρεστης κατάστασης: H διαδήλωση απαγορεύτηκε με αιτιολογικό την ~ επεισοδίων. Δεν έγινε δυνατή η ~ του κακού. 2. (στρατ.): Δυνάμεις αποτροπής, που προσπαθούν να αποτρέψουν την εχθρική επίθεση.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποτροπή· 2: σημδ. γαλλ. dissuasion]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποτροπή η.
-
- Aπόκρουση, αμφισβήτηση, άρνηση:
- αποτροπή και αυτής της πίστεως (Ωροσκ. 4012).
[αρχ. ουσ. αποτροπή. H λ. και σήμ.]
- Aπόκρουση, αμφισβήτηση, άρνηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτροπή [apotropí] η, (L)
- warding off, averting, prevention (syn L αποσόβηση, near-syn αποφυγή, πρόληψη):
- ~ του κινδύνου |
- έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για ~ αναμίξεως του στρατού στην πολιτική ζωή |
- οι χοροί αυτοί αποβλέπουν στη μαγική ~ του κακού (Loukatos) |
- ο κάθε πολίτης είχε χρέος να συμβάλλει στην ~
[fr kath αποτροπή ← MG, PatrG, ← K, AG]
- warding off, averting, prevention (syn L αποσόβηση, near-syn αποφυγή, πρόληψη):