Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτριχωτικό [apotrixotikó] το, (L)
- substance used for the removal of (body) hair, depilatory (syn αποψιλωτικό):
- poem .. υπηρέτης της ομορφιάς σου | που ξοδεύεται ανάμεσα σε σουμιέδες και αποτριχωτικά (Patrikios)
[fr kath (neol) αποτριχωτικόν, substantiv. n of αποτριχωτικός]
- substance used for the removal of (body) hair, depilatory (syn αποψιλωτικό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτριχωτικός -ή -ό [apotrixotikós] Ε1 : για κτ. που είναι κατάλληλο για αποτρίχωση: Aποτριχωτική κρέμα. || (ως ουσ.) το αποτριχωτικό, προϊόν ειδικό για αποτρίχωση.
[λόγ. αποτριχω- (δες αποτριχώνω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτριχωτικός, -ή, -ό [apotrixotikós] (L)
- used for the removal of (body) hair, depilatory (syn αποψιλωτικός):
- αποτριχωτική αλοιφή, αποτριχωτικό κερί
[fr kath (neol) αποτριχωτικός, der of *αποτριχωτός w. suff -ικός; cf Fr dépilatoire]
- used for the removal of (body) hair, depilatory (syn αποψιλωτικός):