Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρέπω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτρέπω [apotrépo] -ομαι Ρ αόρ. απέτρεψα και (σπάν.) απότρεψα, απαρέμφ. αποτρέψει, παθ. αόρ. αποτράπηκα, απαρέμφ. αποτραπεί : α.εμποδίζω να συμβεί κτ. που θεωρώ ότι είναι κακό ή ότι δε με συμφέρει: Θα αγωνιστούμε για να αποτρέψουμε ένα νέο πόλεμο. Mε τα αντιπλημμυρικά έργα αποτρέπονται οι καταστροφές στις καλλιέργειες. Ο κίνδυνος δεν έχει ακόμη αποτραπεί. Προσπάθησε να αποτρέψει τη διερεύνηση του σκανδάλου. β. με τις συμβουλές μου εμποδίζω κπ. να κάνει κτ. ANT προτρέπω: Mάταια προσπάθησα να τον αποτρέψω από αυτό το ριψοκίνδυνο σχέδιο. Οι επανειλημμένες αποτυχίες δεν τον απέτρεψαν από μια νέα προσπάθεια.

[λόγ. < αρχ. ἀποτρέπω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρέπω [apotrépo] ipf απότρεπα (& απέτρεπα), aor απότρεψα (& απέτρεψα; subj αποτρέψω), pf & plupf έχω-είχα αποτρέψει, mediop αποτρέπομαι, aor αποτράπηκα (subj αποτραπώ), pf & plupf έχω-είχα αποτραπεί (L)
  • ① ward off, stave off, avert, prevent (syn αποσοβώ, near-syn απομακρύνω 1, εμποδίζω, προλαβαίνω):
    • ~ την επίθεση, την καταστροφή, τον πόλεμο, τη σύγκρουση, τη σφαγή |
    • απότρεψε την απόπειρα εμπρησμού |
    • δεν απότρεψε τον οικονομικό μαρασμό |
    • δεν μπόρεσε να αποτρέψει το αναπότρεπτο, το κακό, το μοιραίο τέλος |
    • ο κίνδυνος έχει αποτραπεί |
    • απέτρεψαν την επέκταση της πυρκαϊάς |
    • οι έλεγχοι απέτρεψαν αυξήσεις τιμών |
    • το εγκεφαλικό επεισόδιο μπορεί να αποτραπεί |
    • τα σφάλματα μπορούσαν να αποτραπούν |
    • έκαμαν θυσίες για ν' αποτρέψουν την πανώλη (Theodorakop, transl of Plato) |
    • έχουν καιρό και χρήματα να χάνουν σε έναν πειραματισμό, που μια έγκαιρη συμβουλή θα μπορούσε να τον είχε αποτρέψει (Thrylos)
  • ② keep fr, deter, dissuade, restrain (ant προτρέπω):
    • τον αποτρέπει από το ταξίδι |
    • τον αποτρέπει από ύποπτες περιπέτειες |
    • ο σωφρονισμός είναι απαραίτητος για να αποτρέψει τον ανήλικο από του να εκτελέσει νέες εγκληματικές πράξεις |
    • απέτρεψα τις δικές μου (sc τις τραβεστί) να καταλάβουν μια εκκλησία, όπως σχεδίαζαν |
    • όλοι τον αποτρέπανε· τρελός ήταν να ξαναπάρει μια τέτοια; (Xenop) |
    • ~ τους νέους να επιχειρήσουν το επικινδυνωδέστατο αυτό παιχνίδι (Melas, adapted) |
    • η ιδιοφυΐα του τους απέτρεψε από το να καταφύγουν σε μια εμφατική γλώσσα (Argyriou)
  • ③ turn or keep sth away fr (near-syn απομακρύνω 1b):
    • αποκόμισα την απόφαση ν' αποτρέψω στο εξής τη σκέψη μου και το ενδιαφέρον μου από τα παγκόσμια γεγονότα (Ouranis) |
    • περιορίζοντάς τον, θα απέτρεπε από κείνον την αγωνία της αναζητήσεως (Dimaras)
  • ⓐ mi αποτρέπομαι turn away fr, diverge, stray (syn εκτρέπομαι L, near-syn απομακρύνομαι 4b):
    • πάθος τούτο κοινό των ανθρώπων να αποτρέπονται από τα τετριμμένα (Demetrieis) |
    • ο φόβος είναι μήπως αποτραπούμε από το μόνο σωστό δρόμο (Panagiotop)

[fr kath αποτρέπω ← postmed (Somavera) ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες