Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτοξινώνω [apotoksinóno] -ομαι Ρ1 : 1.απομακρύνω από έναν οργανισμό τις συσσωρευμένες τοξίνες, κάνω αποτοξίνωση: Yποβάλλεται σε θεραπεία για να αποτοξινωθεί από τα ναρκωτικά. Mε μια σωστή δίαιτα αποτοξινώνεται ο οργανισμός από τις διαιτητικές καταχρήσεις. 2. (μτφ., οικ.) απομακρύνομαι από ένα περιβάλλον ή εγκαταλείπω συνήθειες που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογική μου διάθεση: Nα φύγουμε λίγο από την πόλη, για να αποτοξινωθούμε από όσα συμβαίνουν γύρω μας.
[λόγ. αποτοξίν(ωση) -ώνω (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. αγγλ. detoxify]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτοξινώνω [apotoksinóno] ipf αποτοξίνωνα, aor αποτοξίνωσα (subj αποτοξινώσω), mediop αποτοξινώνομαι, aor αποτοξινώθηκα (subj αποτοξινωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποτοξινωθεί (L)
- ① relieve s.o. of the effects of, or of addiction to, toxic substances, detoxify:
- και τα τρία αυτά αποτοξινώνουν και συγχρόνως ζωογονούν τον οργανισμό (Katsigra)
- ⓐ fig relieve s.o. of noxious elements or effects, cleanse, free, liberate (near-syn απαλλάσσω 1):
- το δράμα του Σάυλοκ δεν έχει κατορθώσει ν' αποτοξινώσει κανέναν από το πάθος της φιλαργυρίας (Melas) |
- ογδόντα χρόνια σε τοξίνες ερωτικές· πώς να σε αποτοξινώσω; (Palaiologos) |
- γράφοντας τα τσουχτερά του επιγράμματα, αποτοξίνωσε τον οργανισμό του (Chaztinis)
- ② mi αποτοξινώνομαι relieve o.s. of the effects of, or of addiction to, toxic substances, be detoxified:
- έκαμε ειδική θεραπεία ν' αποτοξινωθεί από τον αλκοολισμό |
- τα σταμάτησαν όλα τα φάρμακα και μου λέγανε ότι πρέπει ν' αποτοξινωθεί ο οργανισμός της (Melas, adapted)
- ⓑ fig get rid of noxious elements or effects, kick the habit, cleanse o.s. of, free o.s. of, liberate o.s. fr (near-syn απαλλάσσομαι):
- αποτοξινώνομαι από ελαττώματα, κακίες |
- αποτοξινώνομαι από το νεανικό ιδεαλισμό |
- η παράταξη αποτοξινώθηκε και γιγαντώθηκε στον αντιχουντικό αγώνα |
- η επίδραση της καθαρεύουσας είναι μεγάλη και δε θα μπορέσουμε ν' αποτοξινωθούμε απόλυτα (Kakridis) |
- οι βασιλείες του βορρά έχουν αποτοξινωθεί από ό,τι θυμίζει την κακή βασιλική παράδοση (Fteris)
[fr kath (neol) αποτοξινώ, cpd w. τοξίνη]
- ① relieve s.o. of the effects of, or of addiction to, toxic substances, detoxify: