Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτοξίνωση η [apotoksínosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτοξινώνω. 1. απομάκρυνση, αποβολή των συσσωρευμένων τοξινών από έναν οργανισμό και ειδικότερα η ειδική θεραπεία στην οποία υποβάλλεται ένας τοξικομανής: Kάνει ~ σε ειδικό κέντρο για χρήστες σκληρών ναρκωτικών. Ένας αλκοολικός χρειάζεται ~. Tρώει μόνο φρούτα και λαχανικά για ~. 2. (μτφ., οικ.) απομάκρυνση από ένα περιβάλλον ή εγκατάλειψη συνηθειών που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογική μου διάθεση: Όλοι χρειαζόμαστε μια ~· μια εκδρομή θα μας τονώσει.
[λόγ. απο- τοξίνω(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. detoxification]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτοξίνωση [apotoksínosi] η, gen αποτοξίνωσης & αποτοξινώσεως (L)
- ① med act or process of relieving one of the effects of, or of addiction to, toxic substances, detoxification:
- θεραπεία, κούρα αποτοξίνωσης |
- κέντρο αποτοξινώσεως αλκοολικών |
- τον βάλανε σε κλινική για ~ |
- με την ~ βοηθείται η καταπολέμηση της κυτταρίτιδας
- ② fig relief or liberation fr noxious elements (ideas etc) (near-syn απαλλαγή 1):
- τον σπρώχνει η ανάγκη της αποτοξίνωσης από τις καθημερινές έννοιες (Thrylos) |
- το πρώτο ταξίδι στην Tουρκία προκαλεί κάτι σαν ~ από τον άγονο δογματισμό του αντιτουρκισμού (Floros)
[fr kath (neol) αποτοξίνωσις, der of αποτοξινώ; cf Fr désintoxication]
- ① med act or process of relieving one of the effects of, or of addiction to, toxic substances, detoxification: