Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτομιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποτομία η.
  • Aυστηρότητα:
    • (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 20460).

[μτγν. ουσ. αποτομία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτομιά [apotomjá] η,
  • ① suddenness, unexpectedness (syn άξαφνο 2, απότομο 2):
    • η ~ της αλλαγής του ήταν απίστευτη
  • ② roughness or brusqueness of character, violence (syn αποτομότητα 2, near-syn βιαιότητα):
    • ήξεραν την ~ και το πείσμα του, είχαν πολλές φορές δοκιμάσει και την καταχεριά του (TDoxas)
  • ⓐ sudden or violent movement (syn αποτομότητα 2b):
    • μην κάνεις αποτομιές όταν κρατάς μαχαίρι, είναι επικίνδυνο |
    • επέτρεψα το φως να περάσει στην συνείδησή μου χωρίς ~ (Vasilikos, adapted)

[fr MG αποτομία ← K (also pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες