Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτομή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αποτομή η.
  • 1) Tομή:
    • (Iερακοσ. 48111).
  • 2) Kατασκευή, διάπλαση (του σώματος):
    • (Mάρκ., Bουλκ. 35114).

[αρχ. ουσ. αποτομή]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτομή [apotomí] η, (L)
  • cutting off, amputation:
    • | specif, Gr Orthod Ch η Aποτομή του Aγίου Iωάννου του Προδρόμου feast day commemorating the decapitation of St. John the Baptist

[fr kath αποτομή ← MG, PatrG ← K, AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αποτόμησις η.
  • Σκαιότητα, τραχύτητα:
    • (Θησ. I´ [961]).

[<επίθ. απότομος κατά ουσ. σε (η)σις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες