Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτιτάνωση [apotitánosi] η, (L)
- ① med deposition or accumulation of (calcium) salts in tissues or organs, calcification:
- οι γιατροί μιλούσαν .. για την ~ που προχωρούσε (Panagiotop)
- ⓐ fig petrification, ossification:
- έχουν δημιουργηθεί στον γλωσσικό μας οργανισμό σκληρύνσεις κι αποτιτανώσεις λόγιων στοιχείων (Christidis AK)
- ② dent. dissolution or removal of salts, decalcification
[fr kath (neol Koumanoudis) αποτιτάνωσις, der of kath (neol Koumanoudis) αποτιτανούμαι]
- ① med deposition or accumulation of (calcium) salts in tissues or organs, calcification: