Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτινάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτινάζω [apotinázo] -ομαι & αποτινάσσω [apotináso] -ομαι Ρ2.2 : με τις ενέργειές μου, με τη δράση μου απαλλάσσομαι από μια δυσάρεστη, καταπιεστική κατάσταση: Ο υπόδουλος ελληνισμός με τους αγώνες του αποτίναξε τα δεσμά του. Ο έφηβος θέλει να αποτινάξει την κηδεμονία της οικογένειας.

[αρχ. ἀποτινάσσω μεταπλ. κατά το τινάσσω > τινάζω· λόγ. < αρχ. ἀποτινάσσω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτινάζω [apotinázo] (& L Chourmouzios αποτινάσσω) ipf αποτίναζα, aor αποτίναξα (subj αποτινάξω), pf & plupf έχω-είχα αποτινάξει, pass αποτινάζομαι, aor αποτινάχθηκα (subj αποτιναχθώ), pf & plupf έχω-είχα αποτιναχθεί (& αποτιναχτεί)
  • ① shake off, throw off, get rid of (syn L αποσείω 1, near-syn απορίχνω 2, ξεφορτώνομαι):
    • ~ εξουσία, κυριαρχία, σκλαβιά |
    • ~ βάρη, δεσμά, παραδόσεις, προκαταλήψεις, συνήθειες |
    • ~ ξένες επιδράσεις |
    • είναι απαραίτητο το άτομο ν' αποτινάξει το φόβο |
    • το γένος αρχίζει ν' αποτινάζει την νάρκη του (Vacalop) |
    • ο Παλαμάς αποτινάσσει τα νεκρά στοιχεία, που περικαλύπτουν την έννοια της πατρίδας (Chourmouzios) |
    • αποτίναζε μόρια σκόνης από το ιμάτιό του (Roufos, adapted) |
    • δεν πέρασε μια καλλιτεχνική γενιά κι ο ζυγός είχεν αποτιναχτεί (Athanasiadis-N) |
    • poem τον ύπνον αποτίναξαν | τ' αναπαμένα μέλη (Malakasis)
  • ② finish shaking (in order to remove dust):
    • αποτίναξε τις κουβέρτες, τα χαλιά

[fr postmed αποτινάσσω ← MG, PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες