Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτιμώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτιμώ [apotimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.καθορίζω την τιμή ενός πράγματος με βάση την αξία του, το εκτιμώ: Είναι ανάγκη να αποτιμηθούν γρήγορα οι ζημιές από τις πλημμύρες. H περιουσία του αποτιμήθηκε σε πολλά εκατομμύρια. 2. εκτιμώ τη σπουδαιότητα ενός πνευματικού αγαθού και αναγνωρίζω την αξία του: H κριτική δεν έχει αποτιμήσει ακόμη το έργο της νεότερης λογοτεχνικής γενιάς. H προσφορά του στην κοινωνία δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα.

[λόγ. < αρχ. ἀποτιμῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτιμώ [apotimó] αποτιμά, & αποτιμάει), ipf αποτιμούσα, aor αποτίμησα (subj αποτιμήσω), pf & plupf έχω-είχα αποτιμήσει, pass L αποτιμώμαι (& αποτιμιέμαι), (3sg αποτιμάται), ipf αποτιμώμουν, aor αποτιμήθηκα (subj αποτιμηθώ), pf & plupf έχω-είχα αποτιμηθεί
  • ① appraise, assess, appreciate, evaluate (syn αξιολογώ, εκτιμώ):
    • ~ ένα βιβλίο, ένα θησαυρό, ένα καλλιτέχνημα |
    • ~ |
    • ~ αγαθά, επιτεύξεις, ιδέες, προσφορές |
    • ~ |
    • ~ τη σημασία του γεγονότος |
    • οι ζημίες αποτιμώνται σε εκατομμύρια δραχμές |
    • η ανεξαρτησία μας αποτιμήθηκε σε τριάκοντα αργύρια |
    • όλα στη ζωή τα αποτιμά με το μέτρο της πρακτικής χρησιμότητας (Papanoutsos) |
    • με σεβασμό αποτιμούσαν την πνευματική του δραστηριότητα (Charis) |
    • η αξία της τέχνης αποτιμιέται από τη συμβολή της στον τελικό σκοπό κάθε ανθρώπινης προσπάθειας (Andronikos) |
    • το τι χρωστάει ο Kαζαντζάκης στον Πρεβελάκη δεν έχει αποτιμηθεί σε όλη του την έκταση (KMitsakis) |
    • poem τα αποτιμούν σε τάλαντα, χωρίς .. να υποπτεύονται διόλου | ότι είναι σκέτα γυαλιά χρωματιστά (Ritsos)
  • ② region. (Pelop, Epir etc) insult (syn προσβάλλω)

[fr postmed (Somavera) αποτιμώ ← K, AG ἀποτιμῶ (-άω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες