Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτεφρωτήρας ο [apotefrotíras] Ο2 : εγκατάσταση ή συσκευή όπου γίνεται η αποτέφρωση.
[λόγ. αποτεφρω- (δες αποτεφρώνω) -τήρ > -τήρας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτεφρωτήρας [apotefrotíras] ο, (L)
- incinerator (syn κλίβανος, αποτεφρωτικός κλίβανος):
- ~ νοσοκομείου |
- ~ σκουπιδιών
[fr kath (neol) αποτεφρωτήρ, der of αποτεφρώ]
- incinerator (syn κλίβανος, αποτεφρωτικός κλίβανος):