Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτελούμενος, -η, -ο [apotelúmenos] (L)
- being composed or consisting of, containing (syn απαρτιζόμενος, συγκροτούμενος):
- κοινωνία αποτελούμενη μόνο από γυναίκες |
- επιτροπή αποτελούμενη από εκπαιδευτικούς |
- φύλλο χαρτιού αποτελούμενο από δύο μισά φύλλα αναφοράς |
- το νερό είναι χημική σύνθεση αποτελούμενη από δύο μέρη υδρογόνου και ένα οξυγόνου (Papanoutsos) |
- η εικόνα είχε προσθετό πλαίσιο, αποτελούμενο από τρεις ταινίες (Pallas) |
- θα μπορούσαμε να έχουμε κάποιο όργανο αποτελούμενο από αυθεντίες, που να μας όριζε πώς πρέπει να γράφουμε (Kouloufakos) |
- είναι μοτίβα, καθένα τους αποτελούμενο από ένα αριθμό στοιχείων (Tas. Christidis)
[fr kath αποτελούμενος, prp mi of αποτελώ]
- being composed or consisting of, containing (syn απαρτιζόμενος, συγκροτούμενος):