Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτελούμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτελούμενος, -η, -ο [apotelúmenos] (L)
  • being composed or consisting of, containing (syn απαρτιζόμενος, συγκροτούμενος):
    • κοινωνία αποτελούμενη μόνο από γυναίκες |
    • επιτροπή αποτελούμενη από εκπαιδευτικούς |
    • φύλλο χαρτιού αποτελούμενο από δύο μισά φύλλα αναφοράς |
    • το νερό είναι χημική σύνθεση αποτελούμενη από δύο μέρη υδρογόνου και ένα οξυγόνου (Papanoutsos) |
    • η εικόνα είχε προσθετό πλαίσιο, αποτελούμενο από τρεις ταινίες (Pallas) |
    • θα μπορούσαμε να έχουμε κάποιο όργανο αποτελούμενο από αυθεντίες, που να μας όριζε πώς πρέπει να γράφουμε (Kouloufakos) |
    • είναι μοτίβα, καθένα τους αποτελούμενο από ένα αριθμό στοιχείων (Tas. Christidis)

[fr kath αποτελούμενος, prp mi of αποτελώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες