Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτελμάτωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτελμάτωση η [apotelmátosi] Ο33 : η κατάσταση αυτού που είναι αποτελματωμένος: Οι συνομιλίες / οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού οδηγούνται σε πλήρη ~.

[λόγ. απο- τελματ- (τέλμα) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. stagnation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτελμάτωση [apotelmátosi] η, (L)
  • stage or process of becoming bogged down, getting stuck, stagnation (syn λίμνασμα):
    • καλλιτεχνική, κοινωνική, οικονομική, πνευματική ~ |
    • ~ |
    • αποφεύγω την ~ |
    • πέφτει στην ~ |
    • οι παραβιάσεις των συμφωνιών φέρνουν τις διαπραγματεύσεις σε ~ |
    • η παράδοση, που πάει να θεσπίσει το Eθνικό Θέατρο, θα επιφέρει την ~ της αρχαίας τραγωδίας (Thrylos) |
    • δίνουν νέες κατευθύνσεις, για να προωθηθούν ζητήματα φτασμένα σε στασιμότητα και ~ (Georgoulis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποτελμάτωσις, der of αποτελματώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες