Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτελεσματικότητα η [apotelezmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποτελεσματικού. ANT αναποτελεσματικότητα: H επιβολή των νέων αστυνομικών μέτρων είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Ο χρόνος θα δείξει την ~ του φαρμάκου. || (οικον.) παραγωγικότητα ή αποδοτικότητα.
[λόγ. αποτελεσματικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτελεσματικότητα [apotelezmatikótita] η, (& L αποτελεσματικότης)
- effectiveness, efficiency, efficacy (syn αποδοτικότητα 2):
- ~ του λόγου, του όπλου |
- ~ της μεθόδου, οργάνωσης, τακτικής |
- ~ των μεταρρυθμίσεων, μέτρων, φαρμάκων |
- econ. οριακή ~ |
- αυξάνει την ~ των φρένων |
- η ~ μεγάλου τμήματος του ελληνισμού της Aμερικής υποτιμάται από μερικούς |
- είναι πολύ αμφίβολη η αποτελεσματικότης της συμβουλής, όταν δεν εγγίζει κάποιο βάθος κυρίαρχο μέσα στο εγώ του ανθρώπου (Palam) |
- πώς θα εξηγηθεί η ~ της αστρολογικής μαντείας; (Tatakis) |
- με θάρρος και ~ αντιμετώπισε τις αντιδραστικές ενέργειες των παλιών εκπαιδευτικών (Dimaras) |
- ο σουλτάνος είχε στηρίξει ελπίδες στην ~ των πολιορκητικών μηχανών (Vacalop, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποτελεσματικότης, der of αποτελεσματικός]
- effectiveness, efficiency, efficacy (syn αποδοτικότητα 2):