Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτελεσματικά [apotelezmatiká] adv (L)
- effectively, effeciently (syn αποδοτικά 2, τελεσφόρα):
- βοηθάει, λειτουργεί, χρησιμοποιείται ~ |
- αντιμετωπίζει το πρόβλημα ~ |
- προασπίζει αποτελεσματικότερα τα εθνικά συμφέροντα |
- πρέπει να είσαι τρυφερός εκεί που κρίνεις· τότε κρίνεις αποτελεσματικότερα (Palam) |
- ο ρομαντισμός έθρεψε γόνιμα και ~ την νέα μας λογοτεχνία (Dimaras) |
- πάλεψε ~ για την οχύρωση της Mονεμβασίας (Kanellop) |
- είναι δύσκολο να προχωρήσουν ~ οι ανασκαφές (Varelas)
[der of αποτελεσματικός]
- effectively, effeciently (syn αποδοτικά 2, τελεσφόρα):