Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποταμιεύω [apotamiévo] -ομαι Ρ5.1 : εξοικονομώ ένα μέρος από τα εισοδήματά μου σε χρήμα, για να τα χρησιμοποιήσω αργότερα για έκτακτες ανάγκες ή για αγορά ακίνητων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων, κάνω αποταμίευση: ~ από το υστέρημά μου. Έχουν αποταμιευτεί μεγάλα ποσά στις τράπεζες. || κρατώ για μελλοντική χρήση ό,τι περισσεύει από τη μετρημένη και όχι αλόγιστη κατανάλωση κάποιου υλικού αγαθού. || (μτφ.): ~ γνώσεις / εντυπώσεις / αναμνήσεις (στη μνήμη μου), τις συγκεντρώνω και τις διατηρώ, δεν τις ξεχνώ.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἀποταμιεύομαι `κλειδώνω, φυλάω΄ (σπάν. ενεργ. ἀποταμιεύω)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποταμιεύω [apotamiévo] ipf αποταμίευα, aor αποταμίευσα (& αποταμίεψα; subj αποταμιεύσω), pf & plupf έχω-είχα αποταμιεύσει (& αποταμιέψει), pass 3sg αποταμιεύεται (L)
- ① econ etc set (money) aside, put by, save (syn phr βάζω καταμέρος, βάζω στη μπάντα):
- τα κάποια παραδάκια που 'χει αποταμιεύσει τα μετατρέπει σε αγροτικά κτήματα |
- τα χρήματα που αποταμίευαν ήταν κάτι στερεότερο κι από την πέτρα (Ouranis) |
- δε θα ξανάκανε την ανοησία ν' αποταμιεύει τα περισσεύματα (Palaiologos)
- ⓐ place in storage, store (syn αποθηκεύω 1):
- commerce~ εμπορεύματα στο τελωνείο place goods in bond |
- τα χειρόγραφα τ' αποταμίευσε σε γερά κιβώτια και πήρε το δρόμο του γυρισμού (Panagiotop)
- ② fig hoard, reserve, stock up, lay away, accumulate (near-syn αποθηκεύω 1b, αποθησαυρίζω 2):
- ~ χαρά |
- η φύση τον αναγκάζει ν' αποταμιεύει την αντοχή του (Athanasiadis-N) |
- το πνευματικό του έργο αποταμιεύεται στην τράπεζα της ανθρωπότητας (Papanoutsos) |
- μεταχειρίστηκε τις απειράριθμες γνώσεις που είχε αποταμιεύσει (Ouranis)
[fr kath αποταμιεύω ← MG, PatrG ← K (also pap)]
- ① econ etc set (money) aside, put by, save (syn phr βάζω καταμέρος, βάζω στη μπάντα):