Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποταμίευμα το [apotamíevma] Ο49 : ποσό που έχει αποταμιευτεί.
[λόγ. αποταμιεύ(ω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποταμίευμα [apotamíevma] το, (L)
- ① econ etc amount of money saved, savings (syn αποταμίευση 2, οικονομίες):
- ιδιωτικά αποταμιεύματα |
- φρενάρονται οι ανατιμήσεις και προστατεύονται τόσο το ~ όσο και το εισόδημα |
- πόσους τρόπους σοφίζεται ο άνθρωπος, για να σας αποσπάσει το φτωχικό σας ~
- ② fig sth stored in one's mind, fund, stock, accumulation (near-syn απόθεμα 3):
- πνευματικό, ψυχικό ~ |
- ~ |
- οι κανόνες πηγάζουν από την ανθρώπινη υπόσταση και από το ανεξάντλητο ηθικό της ~ (Stasinop) |
- το ταξίδι συγκομίζει νέα γνωστικά αποταμιεύματα (Panagiotop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποταμίευμα, der of αποταμιεύω]
- ① econ etc amount of money saved, savings (syn αποταμίευση 2, οικονομίες):