Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτίνω [apotíno] & αποτίω [apotío] Ρ αόρ. απέτισα και (σπάν.) απότισα, απαρέμφ. αποτίσει : (λόγ.) κυρίως στο ~ φόρο τιμής / ευγνωμοσύνης σε κπ., του αποδίδω την τιμή / την ευγνωμοσύνη που του οφείλω: Kατέθεσαν δάφνινο στεφάνι, για να αποτίσουν φόρο τιμής στους ήρωες των εθνικών αγώνων.
[λόγ. συμφυρ. των αρχ. ρ. ἀποτίνω `ξεπληρώνω΄, τίνω `πληρώνω τίμημα΄, τίω `τιμώ, υπολογίζω την αξία΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτίνω [apotíno] &, ποτίω, aor απότισα (& απέτισα; subj αποτίσω), pass 3sg αποτίεται, aor subj αποτιθεί (L)
- give as due, pay (back):
- phr ~ φόρο τιμής pay tribute, pay due honor, render honor (syn αποδίδω τιμή, απονέμω τιμή) |
- αποτίω φόρο τιμής στον άγιο, στο καθεστώς, στον νεκρό |
- αποτίω φόρο τιμής στον ιερό χώρο, στην πάλη των εργαζομένων |
- θα αποτιθεί φόρος τιμής στο στρατάρχη |
- θα είναι ευκαιρία για τους Tούρκους ν' αποτίσουν την οφειλή στους αγωνιστές του 1821 (Palaiologos) |
- είχα τη διάθεση του ανθρώπου που αποτίει μια ρομαντική οφειλή (Athanasiadis-N) |
- ήθελαν ν' αποτίσουν φόρο σεβασμού προς ένα έργο που εφαίδρυνε γενεές νεοελλήνων (id.)
[fr kath αποτίνω]
- give as due, pay (back):