Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτίναξη η [apotínaksi] Ο33 : η ενέργεια του αποτινάζω, απαλλαγή από κτ. που με βαραίνει, που με καταπιέζει: Οι Έλληνες πολέμησαν για την ~ του ξενικού ζυγού.
[λόγ. αποτινακ- (αποτινάσσω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτίναξη [apotínaksi] η, (L)
- shaking off, throwing off, getting rid of (syn απόσειση):
- ~ |
- ~ παθών και παραδόσεων |
- καταπνίγουν κάθε φωνή για ~ της κατοχής και καταπίεσης |
- με τα πύρινά του κηρύγματα για ~ των υλικών αγαθών κατατάραξε τις ψυχές των Φλορεντινών (KParaschos) |
- εννοώ αυτή την έντονη ~ της νάρκης, στην οποία είχε βυθίσει το πνεύμα ο αφελής υλισμός (Tatakis) |
- διδάχτηκε κινήματα που αποζητούσαν ελευθερία, ~ του σχολαστικισμού κλ (Michelis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποτίναξις, der of αποτινάσσω]
- shaking off, throwing off, getting rid of (syn απόσειση):