Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτίμηση η [apotímisi] Ο33 : η ενέργεια του αποτιμώ, υπολογισμός της υλικής αξίας ενός πράγματος ή της σπουδαιότητας και της σημασίας ενός πνευματικού αγαθού: Θα γίνει η ~ των ζημιών / της περιουσίας του, εκτίμηση. Kριτική ~ του έργου ενός ποιητή. H ~ της προσφοράς του θα είναι έργο της επόμενης γενιάς.
[λόγ. < ελνστ. ἀποτίμη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ενεχυρίαση΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτίμηση [apotímisi] η, (L)
- appraisal, assessment, appreciation, evaluation, estimation (syn αξιολόγηση 1):
- αυστηρή, δίκαιη, κακή, κριτική, νηφάλια ~ |
- ποιοτική, χρηματική ~ |
- αισθητική, αξιολογική, ηθική, κοινωνική, συναισθηματική ~ |
- ~ της κληρονομιάς, προσφοράς |
- ~ αξιών, δυνατοτήτων, επιτευγμάτων |
- ~ του βιβλίου, της εποχής, της θεωρίας, του περιστατικού |
- ~ |
- ~ της συμβολής των νησιωτών στον αγώνα του 1821 |
- έπεσαν σε ανακρίβειες ως προς την ~ των αποτελεσμάτων των επιδρομών (Vacalop) |
- η ιδεολογική ~ της ζωής σέρνει παραλογισμούς μαζί της (Panagiotop) |
- απόλυτος καθώς είναι στις αποτιμήσεις του, δεν ανέχεται συμβιβασμούς (Papanoutsos)
[fr kath αποτίμησις ← postmed (Somavera), MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- appraisal, assessment, appreciation, evaluation, estimation (syn αξιολόγηση 1):