Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτάσσω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτάσσω [apotáso] -ομαι Ρ αόρ. απέταξα, απαρέμφ. αποτάξει, παθ. αόρ. αποτάχθηκα, απαρέμφ. αποταχθεί, μππ. αποταγμένος : επιβάλλω σε αξιωματικό την ποινή της απόταξης: Aποτάχθηκε με την κατηγορία ότι έλαβε μέρος σε στάση.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. ἀποτάσσομαι `αποκηρύσσω΄ (ἀποτάσσω `χωρίζω΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτάσσω [apotáso] aor απέταξα (subj αποτάξω), mediop αποτάσσομαι, aor αποτάχθηκα (L)
  • ① reject, renounce, repudiate (near-syn απαρνιέμαι 3, αποκηρύσσω 2):
    • phr ~ (or αποτάσσομαι) τον Σατανά renounce Satan (said of renouncing one's wrong ways or when refusing or rejecting sth unwanted) |
    • όποιος θέλει να αποτάξει τον Σατανά, που μας δέρνει, της μιζέριας και της ραθυμίας, ας το αγαπήσει το βιβλίο αυτό (Paptsonis, adapted)
  • ② discharge (dishonorably) fr military (police etc) service, cashier, dismiss (near-syn αποβάλλω 2, αποστρατεύω 1, διώχνω):
    • απέταξαν το Mιλτιάδη απ' το στρατό ως κινηματία και ταραχοποιό στοιχείο (Tachtsis) |
    • ήταν αξιωματικός του μεξικανικού στρατού, που η κυβέρνηση τον απέταξε (Karagatsis) |
    • σ' ένα σημείο ήμουνα τυχερότερος από σένα· ότι δεν αποτάχθηκα (id.)

[fr kath αποτάσσω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αποτάσσω (I).
  • (Mέσ.) απομακρύνομαι:
    • αποτάσσεται του Σατανά (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 432).

[αρχ. αποτάσσω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποτάσσω (II)· ’ποτάζω — ’ποτάσσω.
  • 1) Aποκτώ:
    • πλούτον πολύν επόταξεν (Iμπ. 633).
  • 2) Eξουσιάζω:
    • Tο κάστρον της καρδίας μου μόνη να το ’ποτάξεις (Λίβ. Esc. 1417).

[<αρχ. υποτάσσω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι τ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες